ΜΕΡΟΣ Β'Τα Πρωτόκολλα της Φλωρεντίας (1913 και 1924) και τα 14 χωριά της Μακεδονίας που παραχωρήσαμε στην Αλβανία το 1924



Κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Σεπτεμβρίου 1913, τα μέλη της Επιτροπής συγκεντρώθηκαν στο Μοναστήρι (σημ. Bitola της Fyrom) της Μακεδονίας για να πάρουν τις οριστικές αποφάσεις τους. Εκεί, προσπάθησαν να τους συναντήσουν αντιπροσωπείες από διάφορα μέρη της Β. Ηπείρου, όμως τα μέλη της Επιτροπής με το πρόσχημα ότι η αποστολή τους ήταν πολύ λεπτή, δεν δέχτηκαν καμία ελληνική αντιπροσωπεία.

Αντίθετα, δεν ήταν το ίδιο «λεπτή» η αποστολή της Επιτροπής, όταν επρόκειτο για αλβανικές αντιπροσωπείες. Συγκεκριμένα, ο Ιταλός Bittorio Labia, δέχτηκε τρεις φορές Αλβανούς με επικεφαλής τον τουρκικής καταγωγής Σουλεϊμάν Ντελβίνα (26, 28 και 29/9/1913), ενώ ο εκπρόσωπος της Αυστροουγγαρίας Billinsky, συναντήθηκε με την ίδια αντιπροσωπεία όπως και με δύο επιτροπές Τούρκων ψευτοαλβανών της περιοχής Κορυτσάς, υπό τον Σελίμ Μουσάι, απόγονο εξισλαμισμένων Σλάβων.

Την 1η Οκτωβρίου 1913, έφτασε στην Κορυτσά ο πρόεδρος της Επιτροπής, Άγγλος Doughty – Wylle και δύο μέρες αργότερα, πήγαν στην πόλη και οι υπόλοιποι συνάδελφοί του. Η Κορυτσά είχε ήδη επιδικαστεί στην Αλβανία και τα μέλη της Επιτροπής αποφάσισαν να συνεχίσουν την έρευνά τους στην περιοχή της Κολώνιας.

Οι κάτοικοι της Κορυτσάς, αντιλήφθηκαν τις προθέσεις τους και τους ζήτησαν να παραμείνουν έστω μια μέρα για να εξετάσουν την εθνική τους συνείδηση. Οι αντιπρόσωποι, προσπάθησαν να φύγουν εγκαταλείποντας τις αποσκευές τους! Περικυκλώθηκαν όμως από αδιαπέραστο τείχος γυναικόπαιδων και κατευθύνθηκαν στο Διοικητήριο, όπου τους υποδέχθηκε ο στρατιωτικός και πολιτικός διοικητής Παναγιώτης Κοντούλης.

Μπροστά από τον χώρο του Διοικητηρίου, στις 5/10/1913, παρά τις σφοδρές αντιδράσεις του Ιταλού και του Αυστριακού αντιπροσώπου, τα μέλη της παρακολούθησαν την παρέλαση των 3.500 περίπου μαθητών των ελληνικών σχολείων της Κορυτσάς και στη συνέχεια την εντυπωσιακή παρέλαση 2.500 ενόπλων. Την ίδια μέρα όμως, οι εκπρόσωποι της Ιταλίας και της Αυστροουγγαρίας, ξέφυγαν από την προσοχή του κόσμου και πήγαν στην Ερσέκα. Λίγες μέρες αργότερα και τα υπόλοιπα μέλη της Επιτροπής, συνοδευόμενα από τον Έλληνα ίλαρχο Βασίλειο Μελά, έφτασαν στην Ερσέκα, όπου συνέχισαν τις εργασίες τους από τις 16/10/1913. Εκεί, τα μέλη της ίδιας Επιτροπής, βρέθηκαν μπροστά σε εκδηλώσεις χριστιανών και μουσουλμάνων που ζητούσαν την ένωσή τους με την Ελλάδα.  

Την ίδια περίοδο, μεγάλα συλλαλητήρια έγιναν σ' όλες τις μεγάλες πόλεις της Βόρειας Ηπείρου για ένωση με την Ελλάδα, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Πολλά μέλη της Διεθνούς Επιτροπής, εξέφραζαν την αγανάκτησή τους για τη συμπεριφορά και τις επιδιώξεις των εκπροσώπων της Ιταλίας και της Αυστροουγγαρίας, οι οποίοι είχαν αποφασίσει να δημιουργήσουν μια «μεγάλη» (για τα δεδομένα του 1913) Αλβανία, η οποία δεν υπήρξε ποτέ στο παρελθόν ούτε ως έθνος, ούτε ως φυλή, ούτε ως κράτος. Ο Άγγλος συνταγματάρχης Murray, στις 25/11/1913 στην Κορυτσά, είπε προς τα μέλη της Επιτροπής, αγανακτισμένος και αηδιασμένος απ' όσα συνέβαιναν: «Δεν θέλω να γελοιοποιήσω τους κυρίους της Διεθνούς Επιτροπής, γιατί το σφάλμα δεν ήταν δικό τους αλλά των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες τους έφεραν σε τόσο δύσκολη κατάσταση».

Στις 27/11/1913, τα μέλη της Επιτροπής, συνεδρίασαν για τελευταία φορά στο Αργυρόκαστρο και στις 28/11/1913, αναχώρησαν για το Μπρίντεζι κι από εκεί για τη Φλωρεντία, όπου πάρθηκαν οι τελικές αποφάσεις για τη χάραξη των ελληνοαλβανικών συνόρων.
Εκεί, οι εκπρόσωποι της Γαλλίας και της Ρωσίας, οι οποίοι είχαν πειστεί για την τεράστια αδικία σε βάρος της Ελλάδας αντέδρασαν έντονα. Όμως, η επιμονή της Αυστροουγγαρίας και της Ιταλίας με τη συνδρομή της Γερμανίας και η ανοχή της Μεγάλης Βρετανίας, είχαν σαν αποτέλεσμα να υπογραφτεί το περιβόητο Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, το οποίο παραθέτουμε αυτούσιο στη συνέχεια, ίσως για πρώτη φορά στο διαδίκτυο.

  Πρωτόκολλον Φλωρενδίας, τη 17η Δεκεμβρίου 1913:
       «Περιγραφή: Η οροθετική γραμμή αναχωρεί εκ του σημείου (επί του Αυστριακού Χάρτου υψόμετρον 1738 Β.Α της Μάνδρας Νικολιτσάς), ένθα η μεσημβρινή μεθόριος του Καζά Κορυτσάς ενούται με την οφρύν του Γράμμου μέχρι Μαύρης Πέτρας. Κατόπιν διέρχεται δια των υψομέτρων 2.538 και 2.019 και φθάνει εις Γόλο. Εκείθεν αφού ακολουθήσει την διανομήν των υδάτων μέχρι του υψομέτρου 1.740, διέρχεται μεταξύ των χωρίων Ραδάτα και Κουρσάκα, διευθύνεται εις λόφον τον ευρισκόμενον ΒΑ του Κούκεσι, όθεν καταβαίνει όπως φθάσει εις Σαρανταπόρον. Ακολουθεί την κοίτην του ποταμού τούτου μέχρι της εκβολής του εις τον Αώον, όθεν φθάνει εις την κορυφήν του όρους Τούμπα, διερχομένη μεταξύ των χωρίων Δεπαλίτσα και Μεσσαρία και δια των υψομέτρων 1956 και 2.000.
      «Από της κορυφής του όρους Τούμπα η γραμμή διευθύνεται προς ανατολάς επί του υψομέτρου 1621, διερχομένη βορείως των Δρυμάδων.

      Κατόπιν ακολουθεί την διανομήν των υδάτων μέχρι του υψώματος του ευρισκομένου ΒΑ του χωρίου Επισκοπή. Εκείθεν διευθύνεται προς ανατολάς, ακολουθούσα την οφρύν μεταξύ Ραδάτης όπερ μένει εις την Αλβανίαν και Γεδοχάρ, όπερ μένει εις την Ελλάδα, καταβαίνει εις την Κοιλάδα του Δρίνου και, διαπερώσα του ποταμού, αναβαίνει επί του λόφου Κακαβιά, χωρίου, όπερ μένει εις την Αλβανίαν. Ακολουθεί αύθις την διανομήν των υδάτων, αφίνουσα την Βάλτιστα (σημ. Χαραυγή) και Καστάνιανην εις την Ελλάδα, την δε Κοσσοβίτσαν εις την Αλβανίαν και φθάνει εις Μουργκάναν, υψόμετρου 2.124. Εκείθεν φθάνει εις το όρος Στουγάρα και δια Βερτόη και του υψομέτρου 750 αφήνουσα την Γιανναρήν και Βέρβαν εις την Αλβανίαν, διέρχεται δια την υψομέτρων 1014, 675, 839 μ. διευθύνεται ΒΔ, αφήνουσα δε την Κονίσπολην εις την Αλβανίαν, ακολουθεί την οφρύν των λόφων Στύλου και Όρμπα, πριν ή δε φθάσει εις το υψόμετρον 254 μ. στρέφεται νοτίως και φθάνει εις τον όρμον της Πτελέας (Φτελιάς)».

Με το Πρωτόκολλο αυτό της Φλωρεντίας της 17/12/1913, οι Βόρειες περιοχές της Ηπείρου μετονομάστηκαν «Νότιος Αλβανία», οι δε Έλληνες Ηπειρώτες «Ελληνική Μειονότητα». Αξίζει να επισημάνουμε ότι την εγκληματική αυτή απόφαση των Μ. Δυνάμεων κατεδίκασε και ο ίδιος ο – τότε πρεσβευτής της Γερμανίας – Πρίγκηπας Λιχνόβσκι και μέλος της Πρεσβευτικής Διάσκεψης του Λονδίνου, ο οποίος στα απομνημονεύματά του, που δημοσιεύτηκαν το 1918, μεταξύ των άλλων αναφέρει και τα εξής:  

«Εις το μεγαλύτερο μέρος της Αλβανίας ο πολιτισμός είναι ελληνικής προελεύσεως. Εις το νότιο τμήμα της χώρας (Β. Ήπειρος), αι πόλεις είναι απολύτως ελληνικαί. Η προσάρτησις συνεπώς των «Αλβανών» τούτων, κατά το πλείστον Ορθοδόξων ή μουσουλμάνων εις την Ελλάδα ήτο η καλυτέρα και φυσικοτέρα λύσις».

Το βορειοηπειρωτικό ζήτημα, τα επόμενα χρόνια, θα το εξετάσουμε σε ξεχωριστό άρθρο. Ωστόσο, πρέπει να αναφέρουμε, ότι η αμφισβήτηση των ελληνοαλβανικών συνόρων, συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια.

Στις 9/11/1921, η Πρεσβευτική Διάσκεψη αποφάσισε την οριστική ενσωμάτωση της Β. Ηπείρου στην Αλβανία. Η απόφαση υπογράφτηκε από τους αντιπροσώπους των κυβερνήσεων Μ. Βρετανίας, Ιταλίας, Γαλλίας και Ιαπωνίας, οι οποίοι «αναγνώρισαν ένα συρφετό ληστών, δολοφόνων και παντοειδών κακούργων» (έτσι τους αποκαλούσε μέχρι το τέλος της Διάσκεψης ο Γάλλος αντιπρόσωπος), ως «συντεταγμένον, κυρίαρχον και ανεξάρτητον κράτος», με βάση το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας (17/12/1913).

Με την απόφαση της ίδιας Πρεσβευτικής Διάσκεψης, αποφασίστηκε η σύσταση διασυμμαχικής τετραμελούς επιτροπής για τη διαχάραξη των νοτίων και νοτιοανατολικών συνόρων της Αλβανίας.

Η επιτροπή αυτή, είχε επικεφαλής τον Ιταλό στρατηγό Tellini (Τελίνι). Η δολοφονία του Τελίνι και της ακολουθίας του από αγνώστους κοντά στην Κακαβιά στις 27/8/1923 (σχετικό άρθρο στο protothema.gr στις 28/8/2016), είχε σαν αποτέλεσμα να διακοπούν οι εργασίες της.

ΣΙΝΕΧΙΖΕΤΕ ΜΕΡΟΣ Γ'

Δεν υπάρχουν σχόλια

Εικόνες θέματος από enot-poloskun. Από το Blogger.